πνευμονοφόρα

πνευμονοφόρα
Υποτάξη γαστερόποδων μαλάκιων, που χαρακτηρίζεται από το ότι στους αντιπροσώπους της η μανδυακή κοιλότητα χρησιμεύει ως πνεύμονας. Είναι ζώα χερσόβια αλλά αρκετές φορές υδρόβια και φυτοφάγα. Διαιρούνται σε δύο τάξεις: στα βασοματοφόρα και στα στυλοματοφόρα. Στα π. ανήκουν και τα σαλιγκάρια.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • ελικάριο — το πνευμονοφόρα γαστερόποδα μαλάκια τής οικογένειας τών λειμακιδών …   Dictionary of Greek

  • ολόγναθος — η, ο (για τα πνευμονοφόρα γαστερόποδα μαλάκια) αυτός τού οποίου η σιαγόνα αποτελείται από ένα μόνο οστό και δεν έχει απόφυση …   Dictionary of Greek

  • πνευμονοφόρος — α, ο, Ν (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα πνευμονοφόρα ζωολ. υφομοταξία γαστερόποδων μαλακίων τών οποίων η μανδυακή κοιλότητα έχει διαφοροποιηθεί σε πνευμονικό σάκκο. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. pneumonophora (< πνεύμων, ονος + φόρος*)] …   Dictionary of Greek

  • σαλιγκάρι — και σαλιγγάρι, το, Ν κοινή ονομασία τών γαστερόποδων μαλακίων και ειδικότερα όσων φέρουν σπειροειδές κέλυφος, ονομασία που, συνήθως, αναφέρεται, στα χερσαία πνευμονοφόρα γαστερόποδα, γνωστότερα από τα οποία είναι τα εδώδιμα και μεγάλης… …   Dictionary of Greek

  • εξέλιξης, θεωρία της- — Θεωρία κατά την οποία όλα τα αντικείμενα του σύμπαντος έχουν υποστεί, με την πάροδο του χρόνου, μεταμορφώσεις σύμφωνα με μια φυσική διαδικασία εξέλιξης που τα οδήγησε βαθμιαία από μια αρχέγονη, ομοιογενή και αδιαφοροποίητη κατάσταση, σε… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”