ελικάριο — το πνευμονοφόρα γαστερόποδα μαλάκια τής οικογένειας τών λειμακιδών … Dictionary of Greek
ολόγναθος — η, ο (για τα πνευμονοφόρα γαστερόποδα μαλάκια) αυτός τού οποίου η σιαγόνα αποτελείται από ένα μόνο οστό και δεν έχει απόφυση … Dictionary of Greek
πνευμονοφόρος — α, ο, Ν (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα πνευμονοφόρα ζωολ. υφομοταξία γαστερόποδων μαλακίων τών οποίων η μανδυακή κοιλότητα έχει διαφοροποιηθεί σε πνευμονικό σάκκο. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. pneumonophora (< πνεύμων, ονος + φόρος*)] … Dictionary of Greek
σαλιγκάρι — και σαλιγγάρι, το, Ν κοινή ονομασία τών γαστερόποδων μαλακίων και ειδικότερα όσων φέρουν σπειροειδές κέλυφος, ονομασία που, συνήθως, αναφέρεται, στα χερσαία πνευμονοφόρα γαστερόποδα, γνωστότερα από τα οποία είναι τα εδώδιμα και μεγάλης… … Dictionary of Greek
εξέλιξης, θεωρία της- — Θεωρία κατά την οποία όλα τα αντικείμενα του σύμπαντος έχουν υποστεί, με την πάροδο του χρόνου, μεταμορφώσεις σύμφωνα με μια φυσική διαδικασία εξέλιξης που τα οδήγησε βαθμιαία από μια αρχέγονη, ομοιογενή και αδιαφοροποίητη κατάσταση, σε… … Dictionary of Greek